-
1 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные
-
2 сведение
сведение 1-я ουδ.1. πληροφορία, είδηση•по -ям печати κατά τις πληροφορίες του τύπου•
сведение получить важные сведение παίρνω σοβαρές πληροφορίες•
достоверные -я αξιόπιστες πληροφορίες•
сведение собирать -я συγκεντρώνω πληροφορίες.
|| στοιχείο• δεδομένο•статистические -я στατιστικά στοιχεία.
2. πλθ. -я γνώσεις•элементарные -я по физике στοιχειώδεις γνώσεις φυσικής.
3. κατατόπιση, ενημέρωση•к вашему -ю για πληροφοριακό χαρακτήρα, για ενημέρωση•
сведение принять к -ю παίρνω (λαβαίνω) υπόψη.
сведение 2-я ουδ.1. κατέβασμα, κατάβαση.2. μεταφορά με επιστροφή• οδήγηση• μεταφορά. || στροφή, καμπή, γύρισμα.3. αναμέρισμα, απομάκρυνση από κάτι.4. αφαίρεση, βγάλσιμο, εξάλειψη.5. κοπή, κόψιμο.6. συνάντηση, γνωριμία.7. ένωση, σμίξη. || σύνδεση.8. λογαριασμός.9. περιορισμός, περιστολή.
Перевод: с русского на греческий
с греческого на русский- С греческого на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Английский
- Греческий